- υψιλοφος
- ὑψίλοφοςὑψί-λοφος21) высоковершинный
(Αἴτνα Pind.)
2) высокий(θυρίδες Anth. - v. l. ὑψόροφος)
3) высокопарный(λόγοι Arph. - v. l. к ἱππόλοφος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Αἴτνα Pind.)
(θυρίδες Anth. - v. l. ὑψόροφος)
(λόγοι Arph. - v. l. к ἱππόλοφος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψίλοφος — high crested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίλοφος — και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, ον, Α 1. υψικόρυφος 2. (γενικά) υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος] … Dictionary of Greek
ὑψιλόφοιο — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφοις — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφοισιν — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφου — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφους — ὑψίλοφος high crested masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφων — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιλόφῳ — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
υψήλοφος — ον, Α βλ. ὑψίλοφος … Dictionary of Greek