υψιλοφος

υψιλοφος
    ὑψίλοφος
    ὑψί-λοφος
    2
    1) высоковершинный
    

(Αἴτνα Pind.)

    2) высокий
    

(θυρίδες Anth. - v. l. ὑψόροφος)

    3) высокопарный
    

(λόγοι Arph. - v. l. к ἱππόλοφος)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υψιλοφος" в других словарях:

  • ὑψίλοφος — high crested masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψίλοφος — και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, ον, Α 1. υψικόρυφος 2. (γενικά) υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος] …   Dictionary of Greek

  • ὑψιλόφοιο — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιλόφοις — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιλόφοισιν — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιλόφου — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιλόφους — ὑψίλοφος high crested masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιλόφων — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιλόφῳ — ὑψίλοφος high crested masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • υψήλοφος — ον, Α βλ. ὑψίλοφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»